Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁμολογέω
ὁμολόγημα
ὁμολόγησις
ὁμολογητέον
ὁμολογητής
ὁμολογητικός
ὁμολογία
ὁμολόγιον
ὁμόλογος
ὁμολογουμένως
ὁμόλοχος
Ὁμολώϊος
ὁμομαθής
ὁμομαστιγίας
ὁμομάτηρ
ὁμομηλίς
ὁμομήτριος
ὁμομήτωρ
ὁμόναος
ὁμόνεκρος
ὁμονηδύϊος
View word page
ὁμόλοχος
ὁμόλοχος,
A). v. ὁμολεχής.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁμόλοχος
Headword (normalized):
ὁμόλοχος
Headword (normalized/stripped):
ομολοχος
IDX:
73747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73748
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁμόλοχος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὁμολεχής.</span> </div> </div><br><br>'}