Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀμολγός
ὁμολείτωρ
ὁμόλεκτρος
ὁμολεχής
ὁμολιῶν
ὁμολογά
ὁμολογέω
ὁμολόγημα
ὁμολόγησις
ὁμολογητέον
ὁμολογητής
ὁμολογητικός
ὁμολογία
ὁμολόγιον
ὁμόλογος
ὁμολογουμένως
ὁμόλοχος
Ὁμολώϊος
ὁμομαθής
ὁμομαστιγίας
ὁμομάτηρ
View word page
ὁμολογητής
ὁμολογ-ητής,
A). sponsor, Gloss.


ShortDef

sponsor

Debugging

Headword:
ὁμολογητής
Headword (normalized):
ὁμολογητής
Headword (normalized/stripped):
ομολογητης
IDX:
73741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73742
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁμολογ-ητής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sponsor,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}