Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁμόκοιτος
ὁμόκραιρος
ὁμόκτιτος
ὁμόκτυπος
ὁμοκωμήτης
ὀμολγός
ὁμολείτωρ
ὁμόλεκτρος
ὁμολεχής
ὁμολιῶν
ὁμολογά
ὁμολογέω
ὁμολόγημα
ὁμολόγησις
ὁμολογητέον
ὁμολογητής
ὁμολογητικός
ὁμολογία
ὁμολόγιον
ὁμόλογος
ὁμολογουμένως
View word page
ὁμολογά
ὁμολογά, ἁ, Boeot. for ὁμολογία, IG 7.3171.27 , 3172.47 (both iii B. C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁμολογά
Headword (normalized):
ὁμολογά
Headword (normalized/stripped):
ομολογα
IDX:
73736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73737
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁμολογά</span>, <span class="foreign greek">ἁ,</span> Boeot. for <span class="foreign greek">ὁμολογία,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 7.3171.27 </span>, <span class="bibl"> 3172.47 </span> (both iii B. C.).</div><br><br>'}