Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁμοκοιτία
ὁμόκοιτος
ὁμόκραιρος
ὁμόκτιτος
ὁμόκτυπος
ὁμοκωμήτης
ὀμολγός
ὁμολείτωρ
ὁμόλεκτρος
ὁμολεχής
ὁμολιῶν
ὁμολογά
ὁμολογέω
ὁμολόγημα
ὁμολόγησις
ὁμολογητέον
ὁμολογητής
ὁμολογητικός
ὁμολογία
ὁμολόγιον
ὁμόλογος
View word page
ὁμολιῶν
ὁμολιῶν· ἰσάζων, καταλειαίνων, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁμολιῶν
Headword (normalized):
ὁμολιῶν
Headword (normalized/stripped):
ομολιων
IDX:
73735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73736
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁμολιῶν·</span> <span class="foreign greek">ἰσάζων, καταλειαίνων,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}