Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὁμοκλητήρ
ὁμόκλητος
ὁμόκλινος
ὁμοκοιτία
ὁμόκοιτος
ὁμόκραιρος
ὁμόκτιτος
ὁμόκτυπος
ὁμοκωμήτης
ὀμολγός
ὁμολείτωρ
ὁμόλεκτρος
ὁμολεχής
ὁμολιῶν
ὁμολογά
ὁμολογέω
ὁμολόγημα
ὁμολόγησις
ὁμολογητέον
ὁμολογητής
ὁμολογητικός
View word page
ὁμολείτωρ
ὁμο-λείτωρ
,
ορος
,
ὁ
,
A).
=
συλλειτουργός
,
IG
22.1369.38
(ii A. D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὁμολείτωρ
Headword (normalized):
ὁμολείτωρ
Headword (normalized/stripped):
ομολειτωρ
IDX:
73732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73733
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁμο-λείτωρ</span>, <span class="itype greek">ορος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">συλλειτουργός</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 22.1369.38 </span> (ii A. D.).</div> </div><br><br>'}