Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁμοκέλευθος
ὁμόκεντρος
ὁμόκηνσος
ὁμοκίνητος
ὁμόκλαρος
ὁμοκλάω
ὁμοκλή
ὁμοκληρία
ὁμόκληρος
ὁμοκλής
ὁμοκλήτειρα
ὁμοκλητήρ
ὁμόκλητος
ὁμόκλινος
ὁμοκοιτία
ὁμόκοιτος
ὁμόκραιρος
ὁμόκτιτος
ὁμόκτυπος
ὁμοκωμήτης
ὀμολγός
View word page
ὁμοκλήτειρα
ὁμο-κλήτειρα, , fem. of sq., as Adj.,
A). ὁ. βοή Lyc. 1337 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁμοκλήτειρα
Headword (normalized):
ὁμοκλήτειρα
Headword (normalized/stripped):
ομοκλητειρα
IDX:
73721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73722
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁμο-κλήτειρα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of sq., as Adj., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">ὁ. βοή</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 1337 </span> .</div> </div><br><br>'}