Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁμοιωτής
ὁμοιωτικός
ὁμόκαποι
ὁμοκαρπέω
ὁμοκατάληκτος
ὁμοκάτοικος
ὁμοκέλευθος
ὁμόκεντρος
ὁμόκηνσος
ὁμοκίνητος
ὁμόκλαρος
ὁμοκλάω
ὁμοκλή
ὁμοκληρία
ὁμόκληρος
ὁμοκλής
ὁμοκλήτειρα
ὁμοκλητήρ
ὁμόκλητος
ὁμόκλινος
ὁμοκοιτία
View word page
ὁμόκλαρος
ὁμό-κλᾱρος, Dor. for ὁμόκληρος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁμόκλαρος
Headword (normalized):
ὁμόκλαρος
Headword (normalized/stripped):
ομοκλαρος
IDX:
73715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73716
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁμό-κλᾱρος</span>, Dor. for <span class="foreign greek">ὁμόκληρος.</span> </div><br><br>'}