Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀναριστία
ἀνάριστος
ἀναρίτης
ἄναρκτος
ἀνάρμενος
ἀναρμόδιος
ἄναρμος
ἀναρμοστέω
ἀναρμοστία
ἀνάρμοστος
ἀναροδανισθῆναι
ἀναροιβδέω
ἀναρός
ἀναροτρίαστος
ἀναρπάγδην
ἀναρπαγή
ἀναρπάζω
ἀναρπάξανδρος
ἀναρπαστέον
ἀναρπαστός
ἀναρραγής
View word page
ἀναροδανισθῆναι
ἀναροδανισθῆναι·
ἀναβληθῆναι,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀναροδανισθῆναι
Headword (normalized):
ἀναροδανισθῆναι
Headword (normalized/stripped):
αναροδανισθηναι
IDX:
7370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7371
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναροδανισθῆναι·</span> <span class="foreign greek">ἀναβληθῆναι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}