Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁμοιόρρυσμος
ὅμοιος
ὁμοιόσημος
ὁμοιοσκελής
ὁμοιόσκευος
ὁμοιοστάδιος
ὁμοιόστομος
ὁμοιοσύστατος
ὁμοιοσχηματος
ὁμοιοσχημονέω
ὁμοιόσχημος
ὁμοιοσχημοσύνη
ὁμοιοσχήμων
ὁμοιοταχής
ὁμοιοτέλευτος
ὁμοιότεχνος
ὁμοιότης
ὁμοιότιμοι
ὁμοιότονος
ὁμοιοτροπία
ὁμοιότροπος
View word page
ὁμοιόσχημος
ὁμοιόσχημ-ος, ον,
A). v. -σχήμων.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁμοιόσχημος
Headword (normalized):
ὁμοιόσχημος
Headword (normalized/stripped):
ομοιοσχημος
IDX:
73676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73677
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁμοιόσχημ-ος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">-σχήμων.</span> </div> </div><br><br>'}