Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁμοιοκατάληκτος
ὁμοιοκαταληκτώδης
ὁμοιοκαταληξία
ὁμοιοκατάληξις
ὁμοιοκάταρκτος
ὁμοιοκίνητος
ὁμοιοκλινής
ὁμοιόκριθος
ὁμοιολεπτομερής
ὁμοιολογία
ὁμοιόλογος
ὁμοιομέρεια
ὁμοιομερής
ὁμοιόμετρος
ὁμοιόμορφος
ὁμοιόνομος
ὁμοιοπάθεια
ὁμοιοπαθέω
ὁμοιοπαθής
ὁμοιοπαράγωγος
ὁμοιοπλατής
View word page
ὁμοιόλογος
ὁμοιό-λογος, ον,
A). having a common definition, Porph. in Cat. 69.7 .


ShortDef

having a common definition

Debugging

Headword:
ὁμοιόλογος
Headword (normalized):
ὁμοιόλογος
Headword (normalized/stripped):
ομοιολογος
IDX:
73644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73645
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁμοιό-λογος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">having a common definition,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2034.tlg007:69:7" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2034.tlg007:69.7/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Porph.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Cat.</span> 69.7 </a>.</div> </div><br><br>'}