Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὁμοιοκαταληκτέω
ὁμοιοκατάληκτος
ὁμοιοκαταληκτώδης
ὁμοιοκαταληξία
ὁμοιοκατάληξις
ὁμοιοκάταρκτος
ὁμοιοκίνητος
ὁμοιοκλινής
ὁμοιόκριθος
ὁμοιολεπτομερής
ὁμοιολογία
ὁμοιόλογος
ὁμοιομέρεια
ὁμοιομερής
ὁμοιόμετρος
ὁμοιόμορφος
ὁμοιόνομος
ὁμοιοπάθεια
ὁμοιοπαθέω
ὁμοιοπαθής
ὁμοιοπαράγωγος
View word page
ὁμοιολογία
ὁμοιο-λογία
,
ἡ
,
A).
uniformity of style,
Quint.
8.3.52
.
ShortDef
uniformity of style
Debugging
Headword:
ὁμοιολογία
Headword (normalized):
ὁμοιολογία
Headword (normalized/stripped):
ομοιολογια
IDX:
73643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73644
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁμοιο-λογία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">uniformity of style,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Quint.</span> 8.3.52 </span>.</div> </div><br><br>'}