Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁμοιοβίοτος
ὁμοιοβλαστάνω
ὁμοιογένεια
ὁμοιογενής
ὁμοιογονία
ὁμοιογραφέω
ὁμοιόγραφος
ὁμοιοειδής
ὁμοιόθερμος
ὁμοίοθριξ
ὁμοιοκαρπέω
ὁμοιοκαταληκτέω
ὁμοιοκατάληκτος
ὁμοιοκαταληκτώδης
ὁμοιοκαταληξία
ὁμοιοκατάληξις
ὁμοιοκάταρκτος
ὁμοιοκίνητος
ὁμοιοκλινής
ὁμοιόκριθος
ὁμοιολεπτομερής
View word page
ὁμοιοκαρπέω
ὁμοιο-καρπέω,
A). v. ὁμοκαρπέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁμοιοκαρπέω
Headword (normalized):
ὁμοιοκαρπέω
Headword (normalized/stripped):
ομοιοκαρπεω
IDX:
73632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73633
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁμοιο-καρπέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὁμοκαρπέω.</span> </div> </div><br><br>'}