Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁμοθυμαδόν
ὁμοθυμέω
ὁμόθυμος
ὁμοιάζω
ὁμοίεδρος
ὁμοίιος
ὁμοίιος
ὁμοιοβαρής
ὁμοιόβιος
ὁμοιοβίοτος
ὁμοιοβλαστάνω
ὁμοιογένεια
ὁμοιογενής
ὁμοιογονία
ὁμοιογραφέω
ὁμοιόγραφος
ὁμοιοειδής
ὁμοιόθερμος
ὁμοίοθριξ
ὁμοιοκαρπέω
ὁμοιοκαταληκτέω
View word page
ὁμοιοβλαστάνω
ὁμοιο-βλαστάνω,
A). v. ὁμοβλαστέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁμοιοβλαστάνω
Headword (normalized):
ὁμοιοβλαστάνω
Headword (normalized/stripped):
ομοιοβλαστανω
IDX:
73623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73624
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁμοιο-βλαστάνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὁμοβλαστέω.</span> </div> </div><br><br>'}