Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁμοδυναμέω
ὁμοεγκλίτως
ὁμοεθνέω
ὁμοεθνής
ὁμοεθνία
ὁμόεθνος
ὁμοείδεια
ὁμοειδής
ὁμόεργος
ὁμοερκής
ὁμοέστιος
ὁμοέτης
ὁμόζευκτος
ὁμοζηλία
ὁμόζηλος
ὁμοζυγέω
ὁμοζυγής
ὁμοζυγία
ὁμόζυγος
ὁμόζυξ
ὁμοζώϊα
View word page
ὁμοέστιος
ὁμο-έστιος, ον,
A). v. ὁμέστιος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁμοέστιος
Headword (normalized):
ὁμοέστιος
Headword (normalized/stripped):
ομοεστιος
IDX:
73589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73590
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁμο-έστιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὁμέστιος.</span> </div> </div><br><br>'}