Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀναράομαι
ἀνάρβηλα
ἀνάρβυλος
ἀναργυρία
ἀνάργυρος
ἀναρθρία
ἄναρθρος
ἀναριθμέομαι
ἀναρίθμησις
ἀναρίθμητος
ἀναρίθμιος
ἀνάριθμος
ἀναριστέω
ἀναρίστητος
ἀναριστία
ἀνάριστος
ἀναρίτης
ἄναρκτος
ἀνάρμενος
ἀναρμόδιος
ἄναρμος
View word page
ἀναρίθμιος
ἀνᾰρίθμ-ιος
,
ον
,
A).
=
ἀνάρσιος
, and
ἀναρίθμιον· ἐχθρόν
(opp.
ἐναρίθμια· φίλα, συνήθη
),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀναρίθμιος
Headword (normalized):
ἀναρίθμιος
Headword (normalized/stripped):
αναριθμιος
IDX:
7356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7357
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνᾰρίθμ-ιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀνάρσιος</span> , and <span class="foreign greek">ἀναρίθμιον· ἐχθρόν</span> (opp. <span class="foreign greek">ἐναρίθμια· φίλα, συνήθη</span>), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}