Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὁμόγαμος
ὁμογάστριος
ὁμογάστωρ
ὁμογένεια
ὁμογενής
ὁμογλωσσέω
ὁμόγλωσσος
ὁμογνήσιος
ὁμόγνητος
ὁμόγνιος
ὁμόγνουα
ὁμογνωμονέω
ὁμογνωμοσύνη
ὁμογνώμων
ὁμόγονος
ὁμόγραμμος
ὁμόγραυς
ὁμογραφέω
ὁμόγραφος
ὁμοδαίμων
ὁμόδαις
View word page
ὁμόγνουα
ὁμόγνουα·
ἢ ἤγνοια,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὁμόγνουα
Headword (normalized):
ὁμόγνουα
Headword (normalized/stripped):
ομογνουα
IDX:
73548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73549
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁμόγνουα·</span> <span class="foreign greek">ἢ ἤγνοια,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}