Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀμματογράφος
ὀμματοποιός
ὀμματοσταγεῖς
ὀμματοστερής
ὀμματουργός
ὀμματόφυλλα
ὀμματόω
ὀμμάτωσις
ὀμναῖσαι
ὄμνυμι
ὁμοαιχμία
ὁμόβιος
ὁμοβλαστέω
ὁμοβλαστής
ὁμοβόρος
ὁμοβουλέω
ὁμοβούλιος
ὁμόβρομος
ὁμοβώμιος
ὁμόβωμος
ὁμογάλακτες
View word page
ὁμοαιχμία
ὁμο-αιχμία· ὁμομαχία, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁμοαιχμία
Headword (normalized):
ὁμοαιχμία
Headword (normalized/stripped):
ομοαιχμια
IDX:
73526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73527
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁμο-αιχμία·</span> <span class="foreign greek">ὁμομαχία,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}