Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀμίχλη
ὀμιχλήεις
ὀμιχλοειδής
ὀμιχλόομαι
ὀμιχλώδης
ὄμιχμα
ὀμίχω
ὀμιώμεθα
ὄμμα
ὀμμάτειος
ὀμματεῖς
ὀμμάτιον
ὀμματογράφος
ὀμματοποιός
ὀμματοσταγεῖς
ὀμματοστερής
ὀμματουργός
ὀμματόφυλλα
ὀμματόω
ὀμμάτωσις
ὀμναῖσαι
View word page
ὀμματεῖς
ὀμματ-εῖς· πηρούς, ἢ βλάπτεσθαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀμματεῖς
Headword (normalized):
ὀμματεῖς
Headword (normalized/stripped):
ομματεις
IDX:
73514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73515
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀμματ-εῖς·</span> <span class="foreign greek">πηρούς, ἢ βλάπτεσθαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}