Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὅμιλος
ὀμιχέω
ὀμιχλαίνω
ὀμίχλη
ὀμιχλήεις
ὀμιχλοειδής
ὀμιχλόομαι
ὀμιχλώδης
ὄμιχμα
ὀμίχω
ὀμιώμεθα
ὄμμα
ὀμμάτειος
ὀμματεῖς
ὀμμάτιον
ὀμματογράφος
ὀμματοποιός
ὀμματοσταγεῖς
ὀμματοστερής
ὀμματουργός
ὀμματόφυλλα
View word page
ὀμιώμεθα
ὀμιώμεθα,
A). v. ὄμνυμι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀμιώμεθα
Headword (normalized):
ὀμιώμεθα
Headword (normalized/stripped):
ομιωμεθα
IDX:
73511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73512
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀμιώμεθα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὄμνυμι.</span> </div> </div><br><br>'}