Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁμιλία
ὅμιλος
ὀμιχέω
ὀμιχλαίνω
ὀμίχλη
ὀμιχλήεις
ὀμιχλοειδής
ὀμιχλόομαι
ὀμιχλώδης
ὄμιχμα
ὀμίχω
ὀμιώμεθα
ὄμμα
ὀμμάτειος
ὀμματεῖς
ὀμμάτιον
ὀμματογράφος
ὀμματοποιός
ὀμματοσταγεῖς
ὀμματοστερής
ὀμματουργός
View word page
ὀμίχω
ὀμίχω,
A). v. ὀμείχω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀμίχω
Headword (normalized):
ὀμίχω
Headword (normalized/stripped):
ομιχω
IDX:
73510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73511
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀμίχω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀμείχω.</span> </div> </div><br><br>'}