Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁμιλήτρια
ὁμιλία
ὅμιλος
ὀμιχέω
ὀμιχλαίνω
ὀμίχλη
ὀμιχλήεις
ὀμιχλοειδής
ὀμιχλόομαι
ὀμιχλώδης
ὄμιχμα
ὀμίχω
ὀμιώμεθα
ὄμμα
ὀμμάτειος
ὀμματεῖς
ὀμμάτιον
ὀμματογράφος
ὀμματοποιός
ὀμματοσταγεῖς
ὀμματοστερής
View word page
ὄμιχμα
ὄμιχμα,
A). v. ὄμειχμα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὄμιχμα
Headword (normalized):
ὄμιχμα
Headword (normalized/stripped):
ομιχμα
IDX:
73509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73510
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὄμιχμα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὄμειχμα.</span> </div> </div><br><br>'}