Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁμιλητός
ὁμιλήτρια
ὁμιλία
ὅμιλος
ὀμιχέω
ὀμιχλαίνω
ὀμίχλη
ὀμιχλήεις
ὀμιχλοειδής
ὀμιχλόομαι
ὀμιχλώδης
ὄμιχμα
ὀμίχω
ὀμιώμεθα
ὄμμα
ὀμμάτειος
ὀμματεῖς
ὀμμάτιον
ὀμματογράφος
ὀμματοποιός
ὀμματοσταγεῖς
View word page
ὀμιχλώδης
ὀμιχλώδης,
A). v. ὀμιχλοειδής.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀμιχλώδης
Headword (normalized):
ὀμιχλώδης
Headword (normalized/stripped):
ομιχλωδης
IDX:
73508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73509
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀμιχλώδης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀμιχλοειδής.</span> </div> </div><br><br>'}