Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁμιληδόν
ὁμίλημα
ὁμίλησις
ὁμιλητέον
ὁμιλητής
ὁμιλητικός
ὁμιλητός
ὁμιλήτρια
ὁμιλία
ὅμιλος
ὀμιχέω
ὀμιχλαίνω
ὀμίχλη
ὀμιχλήεις
ὀμιχλοειδής
ὀμιχλόομαι
ὀμιχλώδης
ὄμιχμα
ὀμίχω
ὀμιώμεθα
ὄμμα
View word page
ὀμιχέω
ὀμιχέω,
A). v. ὀμείχω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀμιχέω
Headword (normalized):
ὀμιχέω
Headword (normalized/stripped):
ομιχεω
IDX:
73502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73503
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀμιχέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀμείχω.</span> </div> </div><br><br>'}