Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναπυτισμός
ἀναπωλέω
ἀναπωμάζω
ἀνάπωσις
ἀνάπωτις
ἄναρ1
ἀναρ2
ἀναραγαθῆσαι
ἀνάρακτος
ἀναράομαι
ἀνάρβηλα
ἀνάρβυλος
ἀναργυρία
ἀνάργυρος
ἀναρθρία
ἄναρθρος
ἀναριθμέομαι
ἀναρίθμησις
ἀναρίθμητος
ἀναρίθμιος
ἀνάριθμος
View word page
ἀνάρβηλα
ἀνάρβηλα· τὰ μὴ ἐξεσμένα, ἄρβηλοι γὰρ τὰ δέρματα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνάρβηλα
Headword (normalized):
ἀνάρβηλα
Headword (normalized/stripped):
αναρβηλα
IDX:
7347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7348
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνάρβηλα·</span> <span class="foreign greek">τὰ μὴ ἐξεσμένα, ἄρβηλοι γὰρ τὰ δέρματα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}