ὁμηρεύω1
ὁμηρ-εύω (A),
A). to be or serve as a hostage, , 3.133 ; 117 παρά τινι ; 2.81 ὑπέρ τινος , 7.8 IG 12(7).386.20 (Aegiale, iii B.C.): metaph., [οἶνος] πίστιν ἀνθρώποις καὶ φιλίαν -εύει is the pledge of .. , AJ 2.5.2 .