Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁμηγυρίζομαι
ὁμηγύριος
ὁμήγυρις
ὁμήθεια
ὁμήθης
ὁμηλικία
ὁμήλικος
ὁμῆλιξ
ὁμηλυσία
ὅμηρα
Ὁμηραπάτη
ὁμηρεία
Ὁμήρειον
Ὁμήρειος
ὁμηρέταις
ὁμήρευμα
ὁμηρεύω1
ὁμηρεύω2
ὁμηρεύω3
ὁμηρέω
Ὁμηρεών
View word page
Ὁμηραπάτη
Ὁμηραπάτη, Ὁμηραπάτης,
A). v. Ὁμηροπάτης.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ὁμηραπάτη
Headword (normalized):
ὁμηραπάτη
Headword (normalized/stripped):
ομηραπατη
IDX:
73464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73465
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ὁμηραπάτη</span>, <span class="orth greek">Ὁμηραπάτης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Ὁμηροπάτης.</span> </div> </div><br><br>'}