Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνάπυστος
ἀναπυτίζω
ἀναπυτισμός
ἀναπωλέω
ἀναπωμάζω
ἀνάπωσις
ἀνάπωτις
ἄναρ1
ἀναρ2
ἀναραγαθῆσαι
ἀνάρακτος
ἀναράομαι
ἀνάρβηλα
ἀνάρβυλος
ἀναργυρία
ἀνάργυρος
ἀναρθρία
ἄναρθρος
ἀναριθμέομαι
ἀναρίθμησις
ἀναρίθμητος
View word page
ἀνάρακτος
ἀνάρακτος·
δημόσιος,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνάρακτος
Headword (normalized):
ἀνάρακτος
Headword (normalized/stripped):
αναρακτος
IDX:
7345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7346
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνάρακτος·</span> <span class="foreign greek">δημόσιος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}