Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁμέμπορος
ὅμερος
ὁμέστιος
ὁμευναῖος
ὁμευνέτης
ὅμευνος
ὁμέψιος
ὁμῆ
ὁμηγενής
ὁμηγερής
ὁμήγοροι
ὁμηγυρής
ὁμηγυρίζομαι
ὁμηγύριος
ὁμήγυρις
ὁμήθεια
ὁμήθης
ὁμηλικία
ὁμήλικος
ὁμῆλιξ
ὁμηλυσία
View word page
ὁμήγοροι
ὁμήγοροι· ἰσάγοροι, ἐν ταὐτῷ συνήγοροι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁμήγοροι
Headword (normalized):
ὁμήγοροι
Headword (normalized/stripped):
ομηγοροι
IDX:
73452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73453
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁμήγοροι·</span> <span class="foreign greek">ἰσάγοροι, ἐν ταὐτῷ συνήγοροι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}