Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀναπυρσεύω
ἀνάπυστος
ἀναπυτίζω
ἀναπυτισμός
ἀναπωλέω
ἀναπωμάζω
ἀνάπωσις
ἀνάπωτις
ἄναρ1
ἀναρ2
ἀναραγαθῆσαι
ἀνάρακτος
ἀναράομαι
ἀνάρβηλα
ἀνάρβυλος
ἀναργυρία
ἀνάργυρος
ἀναρθρία
ἄναρθρος
ἀναριθμέομαι
ἀναρίθμησις
View word page
ἀναραγαθῆσαι
ἀναραγαθῆσαι·
ἀναψοφῆσαι, ἀναπηδῆσαι,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀναραγαθῆσαι
Headword (normalized):
ἀναραγαθῆσαι
Headword (normalized/stripped):
αναραγαθησαι
IDX:
7344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7345
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναραγαθῆσαι·</span> <span class="foreign greek">ἀναψοφῆσαι, ἀναπηδῆσαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}