Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀμβροφόρος
ὀμβροχαρής
ὀμβρόω
ὀμβρώδης
ὁμέθνιος
ὁμείρομαι
ὀμεῖται
ὄμειχμα
ὀμείχω
ὁμέμπορος
ὅμερος
ὁμέστιος
ὁμευναῖος
ὁμευνέτης
ὅμευνος
ὁμέψιος
ὁμῆ
ὁμηγενής
ὁμηγερής
ὁμήγοροι
ὁμηγυρής
View word page
ὅμερος
ὅμερος· τυφλός, Hsch. (cf. Ὅμηρος).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὅμερος
Headword (normalized):
ὅμερος
Headword (normalized/stripped):
ομερος
IDX:
73443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73444
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὅμερος·</span> <span class="foreign greek">τυφλός,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span>(cf. <span class="foreign greek">Ὅμηρος</span>).</div><br><br>'}