Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀμβροποιός
ὄμβρος
ὄμβρος
ὀμβροτόκος
ὀμβροφόρος
ὀμβροχαρής
ὀμβρόω
ὀμβρώδης
ὁμέθνιος
ὁμείρομαι
ὀμεῖται
ὄμειχμα
ὀμείχω
ὁμέμπορος
ὅμερος
ὁμέστιος
ὁμευναῖος
ὁμευνέτης
ὅμευνος
ὁμέψιος
ὁμῆ
View word page
ὀμεῖται
ὀμεῖται,
A). v. ὄμνυμι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀμεῖται
Headword (normalized):
ὀμεῖται
Headword (normalized/stripped):
ομειται
IDX:
73439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73440
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀμεῖται</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὄμνυμι.</span> </div> </div><br><br>'}