Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀμβροδόκος
ὀμβροκτύπος
ὀμβροποιός
ὄμβρος
ὄμβρος
ὀμβροτόκος
ὀμβροφόρος
ὀμβροχαρής
ὀμβρόω
ὀμβρώδης
ὁμέθνιος
ὁμείρομαι
ὀμεῖται
ὄμειχμα
ὀμείχω
ὁμέμπορος
ὅμερος
ὁμέστιος
ὁμευναῖος
ὁμευνέτης
ὅμευνος
View word page
ὁμέθνιος
ὁμέθνιος, ον,
A). = ὁμόεθνος , Phot., Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁμέθνιος
Headword (normalized):
ὁμέθνιος
Headword (normalized/stripped):
ομεθνιος
IDX:
73437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73438
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁμέθνιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὁμόεθνος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}