Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀμβρικός
ὀμβριμαῖος
ὀμβριμόθυμος
ὄμβριμος
ὄμβριος
ὀμβροβλυτέω
ὀμβροδόκος
ὀμβροκτύπος
ὀμβροποιός
ὄμβρος
ὄμβρος
ὀμβροτόκος
ὀμβροφόρος
ὀμβροχαρής
ὀμβρόω
ὀμβρώδης
ὁμέθνιος
ὁμείρομαι
ὀμεῖται
ὄμειχμα
ὀμείχω
View word page
ὄμβρος
ὄμβρος (B)· χοιρίδιον, Hsch. (Cf. ὄβρια.)


ShortDef

storm of rain, thunder-storm
[lexical cite]

Debugging

Headword:
ὄμβρος
Headword (normalized):
ὄμβρος
Headword (normalized/stripped):
ομβρος
IDX:
73431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73432
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὄμβρος</span> (B)<span class="foreign greek">· χοιρίδιον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Cf. <span class="foreign greek">ὄβρια.</span>)</div><br><br>'}