Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀμβρέω
ὀμβρηγενής
ὀμβρηλός
ὄμβρημα
ὀμβρηρός
ὄμβρησις
ὀμβρία
ὀμβρίζω
ὀμβρικός
ὀμβριμαῖος
ὀμβριμόθυμος
ὄμβριμος
ὄμβριος
ὀμβροβλυτέω
ὀμβροδόκος
ὀμβροκτύπος
ὀμβροποιός
ὄμβρος
ὄμβρος
ὀμβροτόκος
ὀμβροφόρος
View word page
ὀμβριμόθυμος
ὀμβρ-ιμόθυμος,
A). v. ὀβριμόθυμος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀμβριμόθυμος
Headword (normalized):
ὀμβριμόθυμος
Headword (normalized/stripped):
ομβριμοθυμος
IDX:
73423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73424
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀμβρ-ιμόθυμος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀβριμόθυμος.</span> </div> </div><br><br>'}