ὀμβρέω
ὀμβρ-έω,
A). rain, μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός when the latter rain of autumn comes, Op. 415 , cf. , 3.1399 . 79
II). trans., rain or shower down upon, ἀγαθὸν ὀ. τινί ; 1.402 πηγὰς γάλακτος ὀ. ἐν μαστοῖς , cf. 2.397 D. 2.33 .
2). bedew, wet, δακρύοις λάρνακα AP 7.340 .
3). ὀμβρεῖ· ἀτιμάζει, ὑπερισχύει, αὔξει, πιαίνει, πλήθει,