Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὁμαλής
ὁμαλίζω
ὁμάλιξις
ὁμαλισμός
ὁμαλιστέον
ὁμαλιστήρ
ὁμάλιστρον
ὁμαλόδερμος
ὁμαλός
ὁμαλότης
ὁμαλυντικός
ὁμαλύνω
ὀμάξασθαι
Ὁμάριος
ὄμαρξον
ὁμαρτέω
ὁμαρτῇ
ὁμαρτήδην
ὁμάς
ὅμασπις
ὅμαστος
View word page
ὁμαλυντικός
ὁμᾰλ-υντικός
,
ή
,
όν
,
A).
emollient,
δύναμις
Gal.
6.500
.
ShortDef
emollient
Debugging
Headword:
ὁμαλυντικός
Headword (normalized):
ὁμαλυντικός
Headword (normalized/stripped):
ομαλυντικος
IDX:
73399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73400
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁμᾰλ-υντικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">emollient,</span> <span class="quote greek">δύναμις</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 6.500 </span> .</div> </div><br><br>'}