Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Ὀλυμπιονίκη
Ὀλυμπιονίκης
Ὀλυμπιόνικος
Ὀλύμπιος
Ὀλυ[μπι]ών
Ὄλυμπος
ὀλυνθάζω
ὀλύνθη
ὀλυνθηφόρος
ὄλυνθος
ὀλυνθοφορέω
ὄλυνος
ὄλυρᾰ
ὀλύρινος
ὀλυρίτης
ὀλυροκόπος
ὄλυροκρ
ὄλχον
ὀλώδης
ὀλώϊος
ὄλωλα
View word page
ὀλυνθοφορέω
ὀλυνθο-φορέω, ὀλυνθο-φόρος,
A). v. ὀλονθο-φορέω, -φόρος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀλυνθοφορέω
Headword (normalized):
ὀλυνθοφορέω
Headword (normalized/stripped):
ολυνθοφορεω
IDX:
73355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73356
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀλυνθο-φορέω</span>, <span class="orth greek">ὀλυνθο-φόρος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀλονθο-φορέω, -φόρος.</span> </div> </div><br><br>'}