Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Ὀλυμπιοδρόμος
Ὀλυμπιονίκη
Ὀλυμπιονίκης
Ὀλυμπιόνικος
Ὀλύμπιος
Ὀλυ[μπι]ών
Ὄλυμπος
ὀλυνθάζω
ὀλύνθη
ὀλυνθηφόρος
ὄλυνθος
ὀλυνθοφορέω
ὄλυνος
ὄλυρᾰ
ὀλύρινος
ὀλυρίτης
ὀλυροκόπος
ὄλυροκρ
ὄλχον
ὀλώδης
ὀλώϊος
View word page
ὄλυνθος
ὄλυνθ-ος,
A). v. ὄλονθος.


ShortDef

a winter-fig
Olynthus

Debugging

Headword:
ὄλυνθος
Headword (normalized):
ὄλυνθος
Headword (normalized/stripped):
ολυνθος
IDX:
73354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73355
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὄλυνθ-ος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὄλονθος.</span> </div> </div><br><br>'}