Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὁλόχυλος
ὁλοψυχέω
ὁλόψυχος
ὄλπη
Ὄλπια
ὄλπις
Ὀλυμπία
Ὀλυμπιακός
Ὀλυμπίας
Ὀλυμπιάς
Ὀλυμπίασι
Ὀλυμπιεῖον
Ὀλυμπικός
Ὀλυμπιοδρόμος
Ὀλυμπιονίκη
Ὀλυμπιονίκης
Ὀλυμπιόνικος
Ὀλύμπιος
Ὀλυ[μπι]ών
Ὄλυμπος
ὀλυνθάζω
View word page
Ὀλυμπίασι
Ὀλυμπ-ίᾱσι
, Adv.,
A).
v.
Ὀλυμπία, ἡ
: but
Ὀλυμπιάσι
[ᾰ]
, dat. pl. of
Ὀλυμπιάς.
ShortDef
at Olympia
Debugging
Headword:
Ὀλυμπίασι
Headword (normalized):
ὀλυμπίασι
Headword (normalized/stripped):
ολυμπιασι
IDX:
73341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73342
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ὀλυμπ-ίᾱσι</span>, Adv., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Ὀλυμπία, ἡ</span> : but <span class="orth greek">Ὀλυμπιάσι</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span>, dat. pl. of <span class="foreign greek">Ὀλυμπιάς.</span> </div> </div><br><br>'}