Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁλόχλωρος
ὁλοχρόνιος
ὁλόχρονος
ὁλόχροος
ὁλόχρυσον
ὁλόχρυσος
ὁλόχυλος
ὁλοψυχέω
ὁλόψυχος
ὄλπη
Ὄλπια
ὄλπις
Ὀλυμπία
Ὀλυμπιακός
Ὀλυμπίας
Ὀλυμπιάς
Ὀλυμπίασι
Ὀλυμπιεῖον
Ὀλυμπικός
Ὀλυμπιοδρόμος
Ὀλυμπιονίκη
View word page
Ὄλπια
Ὄλπια, τά,
A). v. Ὄλβια.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ὄλπια
Headword (normalized):
ὄλπια
Headword (normalized/stripped):
ολπια
IDX:
73335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73336
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ὄλπια</span>, <span class="gen greek">τά</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Ὄλβια.</span> </div> </div><br><br>'}