Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὁλοσηρικός
ὁλοσίδηρος
ὁλόσκιος
ὁλοσκωληκόβρωτος
ὁλοσμαράγδινος
ὁλοσπάς
ὁλοσπόνδειος
ὁλόστεον
ὁλοστήμων
ὁλόστομος
ὁλοστός
ὁλοστρόγγυλος
ὁλόστροφος
ὁλόσφαλτος
ὁλοσφίζειν
ὁλοσφύρατος
ὁλοσφυρήλατος
ὁλοσφύριον
ὁλόσφυρος
ὁλόσφυρος
ὁλοσχέρεια
View word page
ὁλοστός
ὁλοστός·
ὅλος ὡς ἐστίν,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὁλοστός
Headword (normalized):
ὁλοστός
Headword (normalized/stripped):
ολοστος
IDX:
73284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73285
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁλοστός·</span> <span class="foreign greek">ὅλος ὡς ἐστίν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}