Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁλορριζί
ὁλόρριζος
ὀλός
ὀλός
ὅλος
ὁλοσηρικοπράτης
ὁλοσηρικός
ὁλοσίδηρος
ὁλόσκιος
ὁλοσκωληκόβρωτος
ὁλοσμαράγδινος
ὁλοσπάς
ὁλοσπόνδειος
ὁλόστεον
ὁλοστήμων
ὁλόστομος
ὁλοστός
ὁλοστρόγγυλος
ὁλόστροφος
ὁλόσφαλτος
ὁλοσφίζειν
View word page
ὁλοσμαράγδινος
ὁλο-σμᾰράγδινος, ον,
A). entirely of emerald, BCH 32.248 .


ShortDef

entirely of emerald

Debugging

Headword:
ὁλοσμαράγδινος
Headword (normalized):
ὁλοσμαράγδινος
Headword (normalized/stripped):
ολοσμαραγδινος
IDX:
73278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73279
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁλο-σμᾰράγδινος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">entirely of emerald</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BCH</span> 32.248 </span>.</div> </div><br><br>'}