Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀλόμενος
ὁλομερής
ὁλόμεστος
ὀλόμην
ὅλονθος
ὄλονθος
ὀλονθοφορέω
ὀλονθοφόρος
ὁλονύκτιος
ὁλόξηρος
ὀλοοίτροπα
ὁλόομαι
ὀλοός
ὀλοόφρων
ὁλόπαππος
ὁλοποιέω
ὁλοποιός
ὁλοπόρφυρος
ὁλοπράσινος
ὁλόπτερος
ὁλόπτοον
View word page
ὀλοοίτροπα
ὀλοοίτροπα· παρὰ Ῥοδίοις ἑπτὰ πλάσματα εἰς θυσίαν, Hsch. ὀλοοίτροχος,
A). v. ὀλοίτροχος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀλοοίτροπα
Headword (normalized):
ὀλοοίτροπα
Headword (normalized/stripped):
ολοοιτροπα
IDX:
73254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73255
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀλοοίτροπα·</span> <span class="foreign greek">παρὰ Ῥοδίοις ἑπτὰ πλάσματα εἰς θυσίαν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">ὀλοοίτροχος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀλοίτροχος.</span> </div> </div><br><br>'}