Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀλολύττω
ὁλομάδιστος
ὁλόμαζος
ὁλομέλας
ὁλομέλεια
ὁλομελέω
ὁλομελής
ὀλόμενος
ὁλομερής
ὁλόμεστος
ὀλόμην
ὅλονθος
ὄλονθος
ὀλονθοφορέω
ὀλονθοφόρος
ὁλονύκτιος
ὁλόξηρος
ὀλοοίτροπα
ὁλόομαι
ὀλοός
ὀλοόφρων
View word page
ὀλόμην
ὀλόμην, ὄλοντο,
A). v. ὄλλυμι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀλόμην
Headword (normalized):
ὀλόμην
Headword (normalized/stripped):
ολομην
IDX:
73247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73248
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀλόμην</span>, <span class="orth greek">ὄλοντο</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὄλλυμι.</span> </div> </div><br><br>'}