Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀλολυκτόλης
ὀλολύκτρια
ὄλολυς
ὀλολύττω
ὁλομάδιστος
ὁλόμαζος
ὁλομέλας
ὁλομέλεια
ὁλομελέω
ὁλομελής
ὀλόμενος
ὁλομερής
ὁλόμεστος
ὀλόμην
ὅλονθος
ὄλονθος
ὀλονθοφορέω
ὀλονθοφόρος
ὁλονύκτιος
ὁλόξηρος
ὀλοοίτροπα
View word page
ὀλόμενος
ὀλόμενος,
A). v. οὐλόμενος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀλόμενος
Headword (normalized):
ὀλόμενος
Headword (normalized/stripped):
ολομενος
IDX:
73244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73245
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀλόμενος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">οὐλόμενος.</span> </div> </div><br><br>'}