Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀλολυγαῖος
ὀλολυγή
ὀλόλυγμα
ὀλολυγμός
ὀλολυγών
ὀλολύζω
ὀλολυκτόλης
ὀλολύκτρια
ὄλολυς
ὀλολύττω
ὁλομάδιστος
ὁλόμαζος
ὁλομέλας
ὁλομέλεια
ὁλομελέω
ὁλομελής
ὀλόμενος
ὁλομερής
ὁλόμεστος
ὀλόμην
ὅλονθος
View word page
ὁλομάδιστος
ὁλο-μάδιστος [ᾰ], ον,
A). completely bald, Cyran. 77 .


ShortDef

completely bald

Debugging

Headword:
ὁλομάδιστος
Headword (normalized):
ὁλομάδιστος
Headword (normalized/stripped):
ολομαδιστος
IDX:
73238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73239
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁλο-μάδιστος</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">completely bald,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cyran.</span> 77 </span>.</div> </div><br><br>'}