ὀλολυγή
ὀλολῡγ-ή, ἡ , (ὀλολύζὠ any
A). loud cry, esp. of women invoking a god, αἱ δ’ ὀλολυγῇ πᾶσαι Ἀθήνῃ χεῖρας ἀνέσχον , cf. 6.301 h.Ven. 19 (pl.), Lys. 240 ; δοκέει ἔμοιγε καὶ <ἡ> ὀ. ἐπὶ ἱροῖσι ἐνταῦθα πρῶτον γενέσθαι ; 4.189 θεία μακάρων ὀ. Av. 222 ; κραυγῇ τε καὶ ὀ. χρωμένων, of the alarm given in the attack on Plataea, .—Mostly in good sense, sts. even opp. to a wailing cry, 2.4 ἀντίμολπον ἧκεν ὀλολυγῆς μέγαν κωκυτόν Med. 1176 ; σύν τ’ εὐαγορίᾳ σύν τ’ εὔγμασι σύν τ’ ὀλολυγαῖς Lav.Pall. 139 .