Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁλοκάρπωμα
ὁλοκάρπωσις
ὁλοκαυστέω
ὁλοκαύστησις
ὁλόκαυστος
ὁλοκαυτέω
ὁλοκαυτίζω
ὁλόκαυτος
ὁλοκαύτωμα
ὁλοκαύτωσις
ὄλοκες
ὁλοκληρέω
ὁλοκληρία
ὁλόκληρος
ὁλοκλήρωσις
ὁλόκνημος
ὁλόκοπος
ὁλόκυκλος
ὁλόκυρος
ὁλοκωνῖτις
ὁλολαμπής
View word page
ὄλοκες
ὄλοκες· αὔλακες, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὄλοκες
Headword (normalized):
ὄλοκες
Headword (normalized/stripped):
ολοκες
IDX:
73213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73214
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὄλοκες·</span> <span class="foreign greek">αὔλακες,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}