Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁλόγραφος
ὁλόγυρος
ὁλοδάκτυλος
ὀλόεις
ὀλοεργής
ὀλοεργός
ὁλοήμερος
ὁλοθούριον
ὀλοθρεύω
ὀλοθρευτικός
ὀλοιός
ὀλοίτροχος
ὁλοκάθαρος
ὁλοκάλαμος
ὁλόκαλος
ὁλοκαρπόομαι
ὁλόκαρπος
ὁλοκάρπωμα
ὁλοκάρπωσις
ὁλοκαυστέω
ὁλοκαύστησις
View word page
ὀλοιός
ὀλοιός, όν, poet. for ὀλοός (q. v.). ὄλοισος· ὁ ἀπολλύς, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀλοιός
Headword (normalized):
ὀλοιός
Headword (normalized/stripped):
ολοιος
IDX:
73196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73197
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀλοιός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, poet. for <span class="foreign greek">ὀλοός</span> (q. v.). <span class="orth greek">ὄλοισος·</span> <span class="foreign greek">ὁ ἀπολλύς,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}