Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὁλμισκοειδής
ὁλμίσκος
ὁλμοειδῶς
ὁλμοκοπέω
ὁλμοκόπος
ὁλμοποιός
ὅλμος
ὀλοαί
ὁλοάργυρος
ὁλόβηρον
ὁλοβολάδες
ὁλόβραχυς
ὀλόγινον
ὁλογράμματος
ὁλογραφέω
ὁλογραφία
ὁλόγραφος
ὁλόγυρος
ὁλοδάκτυλος
ὀλόεις
ὀλοεργής
View word page
ὁλοβολάδες
ὁλο-βολάδες·
θῖνες,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὁλοβολάδες
Headword (normalized):
ὁλοβολάδες
Headword (normalized/stripped):
ολοβολαδες
IDX:
73180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73181
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁλο-βολάδες·</span> <span class="foreign greek">θῖνες,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}